- πεδικλώνομαι
- πεδικλώνομαι, πεδικλώθηκα, πεδικλωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:πεδικλώνομαι : η ενεργητική φωνή απαντάται πολύ σπάνια (πεδικλώνω, βλ. πίν. 3
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπουρδουκλώνω — 1. μπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω 2. τακτοποιώ πρόχειρα μια υπόθεση, κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά, χωρίς προσοχή 3. μέσ. μπουρδουκλώνομαι πεδικλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουρδουκλώνω και μπουρκλώνομαι < μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι <… … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… … Dictionary of Greek
περδικλώνομαι — → δες πεδικλώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής